στερροβραχίων

στερροβραχίων
-ονος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που έχει ισχυρούς βραχίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + βραχίων (πρβλ. λευκο-βραχίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”